- ανίσχω
- (Α)βλ. ανέχω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνίσχω — ἀνά ἴσχω keep back pres subj act 1st sg ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
ανισχάνω — (Α) βλ. ανίσχω … Dictionary of Greek
αντανίσχω — ἀντανίσχω (Α) [ανίσχω] αντανέχω* … Dictionary of Greek
παρανίσχω — ΜΑ μσν. ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση 2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον β) μτφ. εξέχω, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνίσχω «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek
προανίσχω — Α 1. προεξέχω 2. σηκώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] … Dictionary of Greek
συνανίσχω — Α 1. συνανέχω* 2. (για ποταμό) πηγάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «σηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά»] … Dictionary of Greek
υπανίσχω — Α 1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.) 2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῡ ὕδατος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek
υπερανίσχω — ΜΑ 1. ὑπερανέχω* 2. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] … Dictionary of Greek